σύνδρομο(ν)

σύνδρομο(ν)
το мед. синдром

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σύνδρομο(ν)" в других словарях:

  • σύνδρομο — (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό Σι κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών). * * * το, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

  • Άιζενμενγκερ, σύνδρομο — (Ιατρ.). Συγγενής καρδιοπάθεια. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεσοκοιλιακού διαφράγματος, δεξιά παρεκτόπιση της αορτής, υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας και πνευμονική στένωση. Αποτελεί το 5% των συγγενών καρδιοπαθειών. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδές σύνδρομο — Σπάνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κρίσεις εξάψεων του προσώπου, διάρροιας και δύσπνοιας. Προκαλείται από έναν όγκο στον πνεύμονα ή στο έντερο, που ονομάζεται καρκινοειδές. Ο όγκος εκκρίνει σε μεγάλες ποσότητες την ουσία σεροτονίνη, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νεφρωσικό σύνδρομο — Σειρά συμπτωμάτων και σημείων που είναι αποτέλεσμα βλάβης του νεφρού …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • ακροκυάνωση — Σύνδρομο κατά το οποίο, όπως υποδεικνύει και η λέξη, τα άκρα (χέρια, πόδια, αφτιά κλπ.) παίρνουν χρώμα ιώδες (κυάνωση). Η α. μπορεί να εμφανιστεί είτε μεμονωμένη (ιδιοπαθής α.) είτε και ως σύμπτωμα παθήσεων του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • 10 Hronia Mazi — 10 H.M. Studio album by Despina Vandi Released December 6, 2007 (see …   Wikipedia

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»